Ο Θησέας μόλις έμαθε από τη μητέρα του, Αίθρα,
την καταγωγή του και αφού μπόρεσε να σηκώσει το βράχο και να βρει τα σανδάλια και το ξίφος
που είχε κρύψει ο Αιγέας, ξεκίνησε αμέσως να πάει στην Αθήνα για να
γνωρίσει τον πατέρα του,
Ο Θησέας επέλεξε να πάρει το δρόμο της στεριάς για να φτάσει στην Αθήνα, παρόλο που η στεριά ήταν γεμάτη από τέρατα και ληστές. Οι άθλοι που επιτέλεσε ο Θησέας στη διαδρομή του από την Τροιζήνα προς την Αθήνα ήταν οι εξής:
Ο πρώτος ληστής που αντιμετώπισε ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ήφαιστου, που δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης, από την «κορύνη», που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο». Ο Θησέας πάλεψε μαζί του, τον νίκησε, τον σκότωσε και κράτησε το ρόπαλο για τον εαυτό του.
Αμέσως μετά πήγε στις Κενχρεαί, κοντά στον Ισθμό, που ήταν η πατρίδα του Σίνη του Πιτυοκάμπτη (πευκο-λυγιστής). Όπως λέει και το όνομά του, ο γιος του Ποσειδώνα σκότωνε τους περαστικούς με τον εξής σκληρό τρόπο: Κατέβαζε κάτω δύο παράλληλους γειτονικούς πεύκους, στους οποίους έδενε τους περαστικούς. Μόλις τους έδενε σφικτά, άφηνε τα πευκόδεντρα να επιστρέψουν στην αρχική οριζόντιά τους θέση, με αποτέλεσμα να τεντώνουν βίαια και να διαμελίζουν το άτυχο θύμα από τη μέση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Θησέας σκότωσε τον άκαρδο ληστή.
Αφού πέρασε από την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται ο οικισμός των Αγίων Θεοδώρων, όπου με ακόντια και ξίφη σκότωσε μια αγριογουρούνα, τη Φαιά, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, που προκαλούσε φοβερές ζημιές στην περιοχή. Η Φαιά ήταν μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου.
Την επόμενή του στάση – και, ίσως, την πιο επικίνδυνη – την έκανε στις «Σκιρωνίδες Πέτρες», εκεί που βρίσκεται σήμερα η Κακιά Σκάλα, κοντά στα Μέγαρα. Εκεί, τον δρόμο αποτελούσε ένα θεόστενο μονοπατάκι, κατασκευασμένο ίσα -ίσα να χωράει μόνο έναν ταξιδιώτη. Στα βουνά ζούσε ο Σκίρωνας, γιος του Κορίνθου και εγγονός του Πέλοπα, που υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Μόλις κόντευαν να τελειώσουν, τους έδινε μια κλωτσιά και έπεφταν στην παραλία, όπου υπήρχε μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που καταβρόχθιζε με μανία τους περαστικούς που της έριχνε ο Σκίρωνας. Ο Θησέας πλήρωσε τον Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα. Το καβούκι της το έκανε ασπίδα.
Στην Ελευσίνα, ο Θησέας κατόρθωσε να νικήσει τον Κερκύονα, γιο του Ποσειδώνα και άριστο πυγμάχο, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε από τη σύγκρουση.
Τέλος, η τελευταία πρόκληση για το Θησέα στο δρόμο του ήταν η συνάντησή του με το ληστή Προκρούστη, επίσης γιο του Ποσειδώνα. Ο Προκρούστης είχε τη βάση του στην Ιερά Οδό (Δαφνί) ενώ, όπως και πολλοί άλλοι ληστές, είχε και διάφορα ψευδώνυμα, όπως Δαμάστης ή Πολυπήμονας. Προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε ειδικό κρεβάτι που διέθετε. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το άκρο που εξείχε, τους δε κοντούς τους υπέβαλλε στην πιο κάτω δοκιμασία: τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα πράγματά τους. Ο Θησέας δεν υπέστη τη δοκιμασία αυτή και σκότωσε τον Προκρούστη με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και το μεγαλύτερο άθλο του Θησέα, που ήταν η θανάτωση του Μινώταυρου, ένα τέρας με κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπινο, που ζούσε κλεισμένος στο λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού του Μίνωα, που τον είχε φτιάξει ο Αθηναίος Δαίδαλος.
Ο Θησέας θέλησε να απαλλάξει την πατρίδα του από τον βαρύ φόρο που είχε επιβάλλει ο Μίνωας στους Αθηναίους για το θάνατο του γιου του, απαιτώντας κάθε χρόνο να θυσιάζονται επτά νέες και επτά νέοι στον Μινώταυρο. Με τη βοήθεια όμως της κόρης του Μίνωα, Αριάδνης, που του παρείχε το μίτο, κατάφερε να εξοντώσει το τέρας και να βγει σώος από τον λαβύρινθο.
Ο Θησέας επέλεξε να πάρει το δρόμο της στεριάς για να φτάσει στην Αθήνα, παρόλο που η στεριά ήταν γεμάτη από τέρατα και ληστές. Οι άθλοι που επιτέλεσε ο Θησέας στη διαδρομή του από την Τροιζήνα προς την Αθήνα ήταν οι εξής:
Ο πρώτος ληστής που αντιμετώπισε ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ήφαιστου, που δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης, από την «κορύνη», που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο». Ο Θησέας πάλεψε μαζί του, τον νίκησε, τον σκότωσε και κράτησε το ρόπαλο για τον εαυτό του.
Αμέσως μετά πήγε στις Κενχρεαί, κοντά στον Ισθμό, που ήταν η πατρίδα του Σίνη του Πιτυοκάμπτη (πευκο-λυγιστής). Όπως λέει και το όνομά του, ο γιος του Ποσειδώνα σκότωνε τους περαστικούς με τον εξής σκληρό τρόπο: Κατέβαζε κάτω δύο παράλληλους γειτονικούς πεύκους, στους οποίους έδενε τους περαστικούς. Μόλις τους έδενε σφικτά, άφηνε τα πευκόδεντρα να επιστρέψουν στην αρχική οριζόντιά τους θέση, με αποτέλεσμα να τεντώνουν βίαια και να διαμελίζουν το άτυχο θύμα από τη μέση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Θησέας σκότωσε τον άκαρδο ληστή.
Αφού πέρασε από την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται ο οικισμός των Αγίων Θεοδώρων, όπου με ακόντια και ξίφη σκότωσε μια αγριογουρούνα, τη Φαιά, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, που προκαλούσε φοβερές ζημιές στην περιοχή. Η Φαιά ήταν μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου.
Την επόμενή του στάση – και, ίσως, την πιο επικίνδυνη – την έκανε στις «Σκιρωνίδες Πέτρες», εκεί που βρίσκεται σήμερα η Κακιά Σκάλα, κοντά στα Μέγαρα. Εκεί, τον δρόμο αποτελούσε ένα θεόστενο μονοπατάκι, κατασκευασμένο ίσα -ίσα να χωράει μόνο έναν ταξιδιώτη. Στα βουνά ζούσε ο Σκίρωνας, γιος του Κορίνθου και εγγονός του Πέλοπα, που υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Μόλις κόντευαν να τελειώσουν, τους έδινε μια κλωτσιά και έπεφταν στην παραλία, όπου υπήρχε μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που καταβρόχθιζε με μανία τους περαστικούς που της έριχνε ο Σκίρωνας. Ο Θησέας πλήρωσε τον Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα. Το καβούκι της το έκανε ασπίδα.
Στην Ελευσίνα, ο Θησέας κατόρθωσε να νικήσει τον Κερκύονα, γιο του Ποσειδώνα και άριστο πυγμάχο, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε από τη σύγκρουση.
Τέλος, η τελευταία πρόκληση για το Θησέα στο δρόμο του ήταν η συνάντησή του με το ληστή Προκρούστη, επίσης γιο του Ποσειδώνα. Ο Προκρούστης είχε τη βάση του στην Ιερά Οδό (Δαφνί) ενώ, όπως και πολλοί άλλοι ληστές, είχε και διάφορα ψευδώνυμα, όπως Δαμάστης ή Πολυπήμονας. Προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε ειδικό κρεβάτι που διέθετε. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το άκρο που εξείχε, τους δε κοντούς τους υπέβαλλε στην πιο κάτω δοκιμασία: τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα πράγματά τους. Ο Θησέας δεν υπέστη τη δοκιμασία αυτή και σκότωσε τον Προκρούστη με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και το μεγαλύτερο άθλο του Θησέα, που ήταν η θανάτωση του Μινώταυρου, ένα τέρας με κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπινο, που ζούσε κλεισμένος στο λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού του Μίνωα, που τον είχε φτιάξει ο Αθηναίος Δαίδαλος.
Ο Θησέας θέλησε να απαλλάξει την πατρίδα του από τον βαρύ φόρο που είχε επιβάλλει ο Μίνωας στους Αθηναίους για το θάνατο του γιου του, απαιτώντας κάθε χρόνο να θυσιάζονται επτά νέες και επτά νέοι στον Μινώταυρο. Με τη βοήθεια όμως της κόρης του Μίνωα, Αριάδνης, που του παρείχε το μίτο, κατάφερε να εξοντώσει το τέρας και να βγει σώος από τον λαβύρινθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.