Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Κεφαλάς (Κεφάλας) γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου (1867-1870). Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη αγιογράφου. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, αλλά από νωρίς έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, μαθαίνοντας κοντά στον παππού του.
Σε ηλικία 18 ετών φεύγει από το νησί του και πηγαίνει να δουλέψει ως θυροφύλακας (Καβάσης) στη Σμύρνη, για λογαριασμό του Ελληνικού Προξενείου.
Μετά από μερικά χρόνια φεύγει και πηγαίνει να ζήσει για 30 περίπου χρόνια στο Βόλο και στο Πήλιο, όπου δουλεύει ευκαιριακά ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά, πολλές φορές με αμοιβή ένα πιάτο φαΐ. Πολλές φορές τον κορόιδευαν και λόγω της απόφασής του να ντύνεται καθημερινά ως τσολιάς ή ως Μεγαλέξανδρος σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζε ο ίδιος.
Προστάτης του αυτήν την περίοδο στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου ο Θεόφιλος ζωγράφισε πολλά έργα. Η οικία Κοντού λειτουργεί σήμερα ως το Μουσείο Θεόφιλου.
Το 1927 επιστρέφει στη Λέσβο μετά από ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όπου κάποιος για να σπάσει πλάκα, τον έριξε από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Πολλά από τα έργα του καταστράφηκαν είτε από πυρκαγιές και κατεδαφίσεις, είτε από αμέλεια.
Ο μοναδικός που αναγνώρισε την αξία του έργου του Θεόφιλου ήταν ο τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης, ο οποίος προσπάθησε να το κάνει γνωστό σε όλον τον κόσμο, κάτι όμως που συνέβη δυστυχώς μετά τον θάνατο του ζωγράφου.
Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Σε ηλικία 18 ετών φεύγει από το νησί του και πηγαίνει να δουλέψει ως θυροφύλακας (Καβάσης) στη Σμύρνη, για λογαριασμό του Ελληνικού Προξενείου.
Μετά από μερικά χρόνια φεύγει και πηγαίνει να ζήσει για 30 περίπου χρόνια στο Βόλο και στο Πήλιο, όπου δουλεύει ευκαιριακά ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά, πολλές φορές με αμοιβή ένα πιάτο φαΐ. Πολλές φορές τον κορόιδευαν και λόγω της απόφασής του να ντύνεται καθημερινά ως τσολιάς ή ως Μεγαλέξανδρος σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζε ο ίδιος.
Προστάτης του αυτήν την περίοδο στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου ο Θεόφιλος ζωγράφισε πολλά έργα. Η οικία Κοντού λειτουργεί σήμερα ως το Μουσείο Θεόφιλου.
Το 1927 επιστρέφει στη Λέσβο μετά από ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όπου κάποιος για να σπάσει πλάκα, τον έριξε από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Πολλά από τα έργα του καταστράφηκαν είτε από πυρκαγιές και κατεδαφίσεις, είτε από αμέλεια.
Ο μοναδικός που αναγνώρισε την αξία του έργου του Θεόφιλου ήταν ο τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης, ο οποίος προσπάθησε να το κάνει γνωστό σε όλον τον κόσμο, κάτι όμως που συνέβη δυστυχώς μετά τον θάνατο του ζωγράφου.
Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.