Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Ο Ακάθιστος Ύμνος



                                                       Χαιρετισμοί της Παναγίας

    Τον  Ακάθιστο Ύμνο έψαλλαν για πρώτη φορά οι κάτοικοι της Κων/πολης στον ιερό ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους προς τη Θεοτόκο, που τους βοήθησε να σωθούν από την πολιορκία των Περσών και των Αβάρων το 626 π.Χ.
    Αποτελείται από 24 τμήματα (οίκους), καθένα από τα οποία αρχίζει με ένα από τα 24 γράμματα της αλφαβήτας (Α έως Ω). Ψάλλεται τμηματικά στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής κάθε Παρασκευή βράδυ, ενώ την Πέμπτη εβδομάδα ψάλλεται ολόκληρος. 


                                                          Bυζαντινό Κοντάκιον

(εκκλησιαστικός ύμνος που αποτελείται από ένα προοίμιο και αρκετά τροπάρια ( τους οίκους), αφιερωμένα στον εορταζόμενο άγιο ή σε ένα σημαντικό γεγονός)


Ἦχος πλάγιος δ'

 Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
 ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
 ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε•
 ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
 ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
 ἵνα κράζω σοί• Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μετάφραση

Σε σένα, Θεοτόκε, την Υπέρμαχο Στρατηγό
εγώ η Πόλη, Σου αποδίδω με ευγνωμοσύνη 
την ένδοξη νίκη, επειδή λυτρώθηκα από τις
φοβερές συμφορές. Αλλά Συ, επειδή Έχεις
ακατανίκητη δύναμη, ελευθέρωσέ με από κάθε
είδος κινδύνου, για να Σου φωνάζω δυνατά:
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Αποτέλεσμα εικόνας για ακαθιστος υμνος

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Δον Κιχώτης



    Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του κόσμου.
    Στο έργο του ο «Δον Κιχώτης» ο ρομαντικός τρελός ιππότης, ο διασημότερος όλων των ιπποτών, καβάλα στο άλογο του τον Ροσινάντε, μαζί με τον πραγματιστή και άξεστο σύντροφό του, τον Σάντσο Πάντσα (πάνω στο γαϊδουράκι του), ζουν τις πανέμορφες περιπέτειες τους μέσα στις σελίδες αυτού του αριστουργήματος της φανταστικής λογοτεχνίας.
    Ο Αλόνσο Κιχάνο από την επαρχία Μάντσα της Ισπανίας, ένας αθεράπευτα ρομαντικός ξερακιανός γέροντας, μισότρελος από τη συνεχή ανάγνωση ιπποτικών μυθιστορημάτων, ρομάντζων και παραμυθιών, αποφασίζει να αναβιώσει τον ιπποτικό θρύλο και ξεκινά καβάλα στο ψωριάρικο άλογό του, ντυμένος με την τενεκεδένια πανοπλία του και τα αληθινά όπλα του, για να πολεμήσει το κακό, όπου το βρει, να υπερασπίσει το δίκαιο και τους αδύναμους, και να κερδίσει μ’ αυτόν τον τρόπο την καρδιά της Δουλτσινέας του, που δεν την έχει δει ποτέ.
    Μαζί με έναν χωριάτη, που τον μετατρέπει σε πιστό του υπηρέτη, τον καλοκάγαθο αλλά και κουτοπόνηρο Σάντσο Πάντσα, που τον ακολουθεί όπου πηγαίνει, καβάλα στο γαϊδουράκι του, θα μπλεχτεί στις πιο απίθανες περιπέτειες.
    Βήμα προς βήμα, μέσα από κωμικές και ταυτόχρονα τραγικές ή επικές καταστάσεις, θα αρχίσει να χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και να μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα στο όνειρο, στο δικό του όνειρο, μετατρέποντας όλα τα στοιχεία της καθημερινής ζωής σε στοιχεία του ονείρου του.
    Τελικά, μέσα από όλα αυτά, θα γίνει αληθινός ιππότης, ο οποίος συνήθιζε να λέει: «Τρέλα μπορεί να είναι το να εγκαταλείπουμε τα όνειρά μας (…) Και η μεγαλύτερη τρέλα απ όλες, να βλέπεις τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι (…) Να αλλάξεις τον κόσμο φίλε μου Σάντσο, δεν είναι τρέλα, ούτε ουτοπία. Είναι δικαιοσύνη!»