Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Ο νερουλάς


Ο νερουλάς
     Ο  νερουλάς στα χωριά έπρεπε ν’ ανέβει στο βουνό να φτιάξει αυλάκια, για να έρχεται το νερό στα χωράφια για να ποτίσουν οι γεωργοί. Στην πόλη όταν τον συναντούσες είχε φορτωμένο το ζώο με γκιούμια γεμάτο νερό.
    Άλλες πάλι φορές ξεκινούσε πρωί πρωί φορτωμένος στους ώμους με δυο τενεκέδες που κρέμονταν σε ένα καμπυλωτό ξύλο. Πήγαινε στις κοινόχρηστες βρύσες, γέμιζε τους τενεκέδες και τους πήγαινε στα σπίτια των πελατών του. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια την ημέρα και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.
    Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε ως το 1930, οπότε ιδρύθηκε ο Ο.Υ.Θ που εφοδίασε τα σπίτια με το πολύτιμο νερό.



Ο λούστρος
   Ήταν ο άνθρωπος, που καθάριζε παπούτσια,
τριγυρνούσε στους δρόμους εδώ κι εκεί
και κουραζότανε πολύ. 
Με το κασελάκι στους παιδικούς του ώμους ολημερίς και ολονυχτίς καθάριζε παπούτσια μεγάλα και μικρά.
   Συνήθως συναντούσαμε τον λούστρο σε μέρη που σύχναζε πολύς κόσμος. Στο όμορφο κασελάκι του υπήρχαν βούρτσες και μπογιές για ένα καλό γυάλισμα παπουτσιών. Πολλές φορές αυτό το επάγγελμα το έκαναν παιδιά.
   Λούστρους πολλούς είχαμε στην πλατεία Δημοκρατίας (Βαρδάρη) στη Θεσσαλονίκη.


Ο τεχνίτης γυαλιού
     Το γυαλί ήταν γνωστό στους ανθρώπους από πολύ παλιά. Τότε το γυαλί ήταν υλικό που το χρησιμοποιούσαν μόνο οι πλούσιοι. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που έκαναν το γυαλί διαφανές.
     Ο τεχνίτης μάζευε τον πολτό στην άκρη ενός σιδερένιου σωλήνα, το καλάμι. Τον τοποθετούσε σ' ένα ειδικό τραπέζι, το μάρμαρο, και τον γύριζε έτσι ώστε να του δώσει σχήμα σφαίρας. Όταν το πετύχαινε αυτό, φυσούσε μέσα στο καλάμι με δύναμη. Η σφαίρα του γυαλιού φούσκωνε σαν μπάλα και έτσι μπορούσε να την πλάσει σε καράβα ή βάζο.
     Ο τεχνίτης την ώρα της δουλειάς φορούσε πέτσινη ποδιά για να μην καεί από το ζεστό υλικό. Τα εργαλεία του ήταν: φόρμες, ψαλίδια και πένσες.


                 Ο καραγκιοζοπαίκτης

     Πολλοί είναι οι Έλληνες καραγκιοζοπαίκτες και μερικοί απ' αυτούς είναι ιδιοφυΐες ατόφιες. Οι περισσότεροι έζησαν μέσα στη φτώχεια και την περιφρόνηση. Ήταν ταυτόχρονα συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, ζωγράφοι, τραγουδιστές, με δυνατή μνήμη, ετοιμότητα λόγου και σωματική αντοχή.
     Στο θέατρο σκιών ο καραγκιοζοπαίκτης κινεί με νήματα ή μπαστούνια τις χάρτινες ή δερμάτινες φιγούρες πίσω από ένα λευκό πανί. Μια φωτεινή πηγή τοποθετείται πίσω τους. Οι θεατές που παρακολουθούν από την άλλη μεριά του πανιού βλέπουν τη σκιά από τις φιγούρες και ακούν τον καραγκιοζοπαίκτη να μιλά για λογαριασμό των ηρώων.
     Ο μπερντές ήταν η αφορμή για τον καραγκιοζοπαίκτη να μιλάει για τις περιπέτειες του Έλληνα μέσα από τα παθήματα του Καραγκιόζη με τον Πασά και τον Μπάρμπα-Γιώργο.
     Ήταν θέαμα αγαπητό για μικρούς και μεγάλους.


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908)



    Η Μακεδονία είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Έγινε ξακουστή στα χρόνια της βασιλείας του Φίλιππου Β’ και κυρίως του γιου του, Μέγα Αλέξανδρου. Κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, στα Βυζαντινά χρόνια έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, ενώ τον 15ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς.
   Το 1821, οι Έλληνες επαναστάτησαν για να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό. Το 1830 το νέο, ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε, δεν περιελάμβανε την Μακεδονία και άλλες περιοχές, αλλά οι υπόδουλοι Έλληνες της Μακεδονίας δεν έπαψαν να επιδιώκουν την ελευθερία και την ένωσή τους με την Ελλάδα και γι΄αυτό αρκετές φορές επαναστάτησαν όπως το 1878.
   Ο τρόμος και φόβος όμως των Μακεδόνων, υπήρξε  η επιθυμία των Βουλγάρων για την κατάκτηση της Μακεδονίας. Ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη μια οργάνωση (κομιτάτο), με το πρόσχημα πως όλοι οι πληθυσμοί της Μακεδονίας έπρεπε να οργανωθούν για να ελευθερωθούν από τους Τούρκους. Στην πραγματικότητα ήταν μία Βουλγαρική οργάνωση που είχε σκοπό  τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στο βουλγαρικό κράτος, όταν θα ελευθερωνόταν από τους Τούρκους.
    Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού είχε προσεκτικά σχεδιαστεί. Ήθελαν να εξαναγκάσουν  τους χριστιανικούς πληθυσμούς να προσχωρήσουν στη Βουλγαρική εκκλησία που είχε αποσχιστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
    Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά ώστε να αποκτήσουν βουλγαρική συνείδηση. Σύντομα ένοπλες Βουλγαρικές ομάδες (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν τον εκβουλγαρισμό τους.
    Οι Μακεδόνες δεν έμειναν απαθείς σ’ αυτές τις ενέργειες των Βουλγάρων και αντιστάθηκαν σθεναρά. Τον αγώνα των Ελλήνων συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα.
    Πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν, παραιτούμενοι από τον Ελληνικό στρατό, να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού.
   Πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε ο Παύλος Μελάς (Μίκης Ζέζας), αξιωματικός του Πυροβολικού ο οποίος οργάνωσε ανταρτικό σώμα και πήγε στη δυτική Μακεδονία. Η δράση του στήριξε τους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής και απέτρεψε τον εκβουλγαρισμό τους.
   Τελικά σκοτώθηκε σε ενέδρα τουρκικού αποσπάσματος στο χωριό Στάτιστα το 1904. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στην ελεύθερη Ελλάδα και υπήρξε αφορμή για την πύκνωση των ανταρτικών σωμάτων των Μακεδονομάχων.   
                                                                                


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Το έθιμο της Μπαρμπαρούσας


     Στο Πέτα της Άρτας, τους καλοκαιρινούς μήνες που δεν έβρεχε και η ξηρασία κρατούσε μέχρι τον Νοέμβριο, κινδύνευαν να καταστραφούν οι σοδειές και τα δέντρα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι σκαρφίζονταν αυτό το αστείο έθιμο για να συγκινήσουν τον Θεό να στείλει βροχή.
     Ένας άνθρωπος ντυνόταν με πρασινάδες από ψάθες, φτέρες, μυρτιές και ό,τι άλλο διαθέτει η φύση. Μετά τον έδεναν με ένα σχοινί και τον γύριζαν στις γειτονιές του χωριού. Οι χωριανοί τον ακολουθούσαν με κανάτια νερό, τα οποία κατά διαστήματα άδειαζαν επάνω του. Το ίδιο έκαναν και οι νοικοκυρές όταν περνούσε έξω από τα σπίτια τους.
     Το νερό που έριχναν πάνω στις φτέρες της «Μπαρμπαρούσας» (έτσι ονόμαζαν τον μασκαρεμένο άνθρωπο) συμβόλιζε το νερό της βροχής που θα έπεφτε για να ποτίσει τα δέντρα και τις καλλιέργειες των κατοίκων. Κάποιοι, αντί για νερό πετούσαν χρήματα και η «Μπαρμπαρούσα» πήδαγε ψηλά σαν αρκούδα και τα ‘πιανε. Μερικοί γελούσαν με αυτό το θέαμα αλλά «αυτός» πίστευε πως έκανε έργο σωτήριο.
     Καθώς γύριζαν τα στενά δρομάκια του χωριού τραγουδούσαν κι ένα ποιηματάκι: «Μπαρμπαρούσα περπατεί, τον Θεό παρακαλεί, για να ρίξει μια βροχή, μια βροχή καλή καλή, για να γίνουνε τα στάρια,  να γεννήσουνε τ’ αμπάρια».

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

"Κλέφτες"


      "Κλέφτες", κυρίως, ονομάζονταν οι ένοπλοι Έλληνες που ζούσαν στο βουνό, την περίοδο που η Ελλάδα ήταν υπό την κατοχή της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το όνομα αυτό τους το προσέδιδαν κυρίως οι κατακτητές Τούρκοι για να τους δυσφημίσουν, ότι έκλεβαν δηλαδή τους φόρους τους και τις περιουσίες τους, τις οποίες βέβαια τους τις είχαν αρπάξει νωρίτερα. Η ύβρις αυτή συνδυαζόταν και με την ονομασία "Αρματολοί" υπονοώντας ότι έφεραν όπλα χωρίς την άδεια του κατακτητή.
      Μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και έπειτα του Μυστρά, στο Δεσποτάτο του Μοριά, η πλειοψηφία των πεδιάδων της Ελλάδας περιήλθε εξ ολοκλήρου στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα μόνα εδάφη που εξαιρέθηκαν ήταν οι οροσειρές που εποικίστηκαν από Έλληνες, καθώς επίσης και μια χούφτα νησιών και παράκτιων περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Βενετίας.
      Αυτή η κατάσταση διήρκησε μέχρι τουλάχιστον το 1821 (αν και υπήρξαν μερικά μέρη της Ελλάδας που παρέμειναν ακόμα στα οθωμανικά χέρια μέχρι τον 20ό αιώνα) και αυτή η χρονική περίοδος στην Ελλάδα είναι γνωστή ως Τουρκοκρατία.Οι οθωμανικές κατακτήσεις κατανεμήθηκαν σε πασαλίκια (επαρχίες) στην περίπτωση των εδαφών που διαμορφώνουν τη σύγχρονη Ελλάδα. Αυτά ήταν τα πασαλίκια του Μοριά και της Ρούμελης, τα οποία υποδιαιρέθηκαν περαιτέρω στα φεουδαρχικά τσιφλίκια (τούρκικα "çıflık").
     Οποιαδήποτε επιζώντα ελληνικά στρατεύματα, είτε βυζαντινές δυνάμεις, τοπική πολιτοφυλακή, είτε μισθοφόροι έπρεπε να προσχωρήσουν στον οθωμανικό στρατό ως γενίτσαροι ή να υπηρετήσουν στην ιδιωτική φρουρά ενός σημαντικού οθωμανικού προσώπου. Πολλοί Έλληνες που επιθυμούσαν να διατηρήσουν την ελληνική ταυτότητα, την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, και την ανεξαρτησία τους επέλεξαν τη δύσκολη αλλά ελεύθερη ζωή ενός «κλέφτη».
     Αυτές οι ομάδες "κλεφτών" αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα του αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους και το όργανο για τη "Θεία απονομή της Δικαιοσύνης" στους κατακτητές.